- ελιξίβλαστος
- -η, -ο1. (για φυτά) αυτός που έχει βλαστούς οι οποίοι αναρριχώνται σε ξένα ερείσματα (δέντρα, τοίχους κ.λπ.)2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ελιξίβλασταφυτά με εύκαμπτους και επιμήκεις βλαστούς για περιέλιξη σε άλλα φυτά ή σε υποστηρίγματα.
Dictionary of Greek. 2013.